μποϊκοτάρω

μποϊκοτάρω
μποϊκόταρα και μποϊκοτάρισα
1. κάνω μποϊκοτάζ.
2. αρνούμαι να κάνω ή να υποστηρίξω κάτι: Μποϊκοτάρει τις αποφάσεις των ανωτέρων του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μποϊκοτάρω — μποϊκοτάρω, μποϊκοτάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μποϊκοτάρω — και μποϋκοτάρω κάνω μποϊκοτάζ εναντίον κάποιου, ενεργώ οικονομικό αποκλεισμό εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. boycott + κατάλ. άρω] …   Dictionary of Greek

  • μποϊκοτάρισμα — και μποϋκοτάρισμα, το [μποϊκοτάρω] το μποϊκοτάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποϊκοτάρω + κατάλ. ισμα] …   Dictionary of Greek

  • μποϋκοτάρω — βλ. μποϊκοτάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”