- μποϊκοτάρω
- μποϊκόταρα και μποϊκοτάρισα1. κάνω μποϊκοτάζ.2. αρνούμαι να κάνω ή να υποστηρίξω κάτι: Μποϊκοτάρει τις αποφάσεις των ανωτέρων του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.